- κονεύω
- (Μ κονεύω)σταθμεύω προσωρινά για ανάπαυση ή για ύπνο, καταλύω, κάνω κονάκι («επήγαν και εκόνεψαν στο πράσινο λιβάδι», δημοτ. τραγ.)μσν.φιλοξενώ, εγκαθιστώ κάποιον για να τόν φιλοξενήσω.[ΕΤΥΜΟΛ. < κονάκι κατά το σχήμα: χωνί-χωνάκι-χωνεύω. Κατ' άλλη άποψη < θ. kon- (τού τουρκ. ρ. konmak) + κατάλ. -εύω].
Dictionary of Greek. 2013.