κονεύω

κονεύω
(Μ κονεύω)
σταθμεύω προσωρινά για ανάπαυση ή για ύπνο, καταλύω, κάνω κονάκι («επήγαν και εκόνεψαν στο πράσινο λιβάδι», δημοτ. τραγ.)
μσν.
φιλοξενώ, εγκαθιστώ κάποιον για να τόν φιλοξενήσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κονάκι κατά το σχήμα: χωνί-χωνάκι-χωνεύω. Κατ' άλλη άποψη < θ. kon- (τού τουρκ. ρ. konmak) + κατάλ. -εύω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κονεύω — κόνεψα, κονεμένος, σταθμεύω κάπου για ανάπαυση ή για ύπνο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κονητής — κονητής, ὁ (Α) [κονεύω] (κατά τον Ησύχ.) θεράπων …   Dictionary of Greek

  • κόνεμα — το [κονεύω] προσωρινή εγκατάσταση σε κάποιο τόπο, κατάλυση, στάθμευση …   Dictionary of Greek

  • ξεκονεύω — μετοικώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + κονεύω «σταθμεύω, καταλύω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”